Ορμόνες και μεταβολισμός

by Diaitologos4u-Admin
Οι ορμονικές ανισορροπίες μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στον μεταβολισμό, οδηγώντας σε ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων υγείας

Οι ορμόνες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση διαφόρων φυσιολογικών διεργασιών στο σώμα μας, συμπεριλαμβανομένου του μεταβολισμού. Ο μεταβολισμός περιλαμβάνει όλες τις χημικές αντιδράσεις που συμβαίνουν μέσα στα κύτταρα μας για τη διατήρηση της ζωής όπως τη διάσπαση και απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών των τροφών για την παραγωγή ενέργειας. Οι ορμόνες λειτουργούν ως αγγελιοφόροι, ενορχηστρώνοντας τις μεταβολικές διεργασίες και επηρεάζοντας τον ρυθμό με τον οποίο τα κύτταρα χρησιμοποιούν την ενέργεια και τα  θρεπτικά συστατικά. Σε αυτό το άρθρο, εμβαθύνουμε στην σχέση μεταξύ ορμονών και μεταβολισμού και θα παρουσιάσουμε διατροφικές επιλογές που μπορούν να βοηθήσουν σε κάθε περίπτωση.

Η λειτουργία των ορμονών.

Οι ορμόνες είναι χημικοί αγγελιοφόροι που παράγονται από διάφορους αδένες του ενδοκρινικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του θυρεοειδούς, του παγκρέατος, των επινεφριδίων και των αναπαραγωγικών οργάνων. Μετά την έκκρισή τους από τους αδένες οι ορμόνες ταξιδεύουν μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, αλληλοεπιδρώντας με τα κύτταρα-στόχους και τα όργανα μας. Οι ορμόνες διευκολύνουν σχεδόν κάθε σωματική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του μεταβολισμού, της πείνας και της πληρότητας. Λόγω της σχέσης τους με την όρεξη, ορισμένες ορμόνες παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στο σωματικό βάρος. Οι παρακάτω ορμόνες εμπλέκονται στο μεταβολισμό, την πείνα, τον κορεσμό και τον έλεγχο του βάρους

Ορμόνες του Θυρεοειδή

Οι θυρεοειδικές ορμόνες, όπως η θυροξίνη (Τ4) και η τριιωδοθυρονίνη (Τ3), είναι ζωτικής σημασίας για τη ρύθμιση του βασικού μεταβολικού ρυθμού (BMR) του σώματος. Επηρεάζουν τον μεταβολισμό των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών, διασφαλίζοντας ότι τα κύτταρα έχουν επαρκή παροχή ενέργειας. Οι ανισορροπίες στις ορμόνες του θυρεοειδή μπορεί να οδηγήσουν σε μεταβολικές διαταραχές, όπως υποθυρεοειδισμό (υποτονικός θυρεοειδής) ή υπερθυρεοειδισμός (υπερδραστήριος θυρεοειδής), με αποτέλεσμα αύξηση βάρους ή απώλεια βάρους.

Ινσουλίνη

Η ινσουλίνη που παράγεται από το πάγκρεας παίζει βασικό ρόλο στη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα διευκολύνοντας την πρόσληψη γλυκόζης στα κύτταρα για παραγωγή ή αποθήκευση ενέργειας. Η αντίσταση στην ινσουλίνη, μια κατάσταση όπου τα κύτταρα ανταποκρίνονται λιγότερο στην ινσουλίνη και μπορεί να διαταράξει τις φυσιολογικές μεταβολικές διεργασίες, οδηγώντας σε αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και άρα αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2 και παχυσαρκίας.

Κορτιζόλη

Γνωστή ως «ορμόνη του στρες», η κορτιζόλη παράγεται από τα επινεφρίδια ως απάντηση στο στρες και στα χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Βοηθά στην κινητοποίηση των αποθεμάτων ενέργειας προάγοντας τη διάσπαση του γλυκογόνου (αποθηκευμένη γλυκόζη) και του λίπους. Το χρόνιο στρες και τα αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης μπορούν να συμβάλουν σε μεταβολική δυσλειτουργία, οδηγώντας σε κοιλιακή παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη και άλλες μεταβολικές διαταραχές.

Λεπτίνη και Γκρελίνη

Η λεπτίνη, που παράγεται από τον λιπώδη ιστό, βοηθά στη ρύθμιση της όρεξης και της κατανάλωσης ενέργειας, σηματοδοτώντας τον κορεσμό στον εγκέφαλο. Η γκρελίνη, που παράγεται από το στομάχι, διεγείρει την όρεξη και προωθεί την πρόσληψη τροφής. Οι ανισορροπίες στα επίπεδα λεπτίνης και γκρελίνης μπορεί να διαταράξουν τη ρύθμιση της όρεξης και να συμβάλουν στην παχυσαρκία και στο μεταβολικό σύνδρομο.

Οιστρογόνα:

Τα οιστρογόνα είναι απαραίτητα για τη ρύθμιση του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος, καθώς και του ανοσοποιητικού, του σκελετικού και του αγγειακού συστήματος. Τα επίπεδα τους αλλάζουν σε στάδια της ζωής, όπως η εγκυμοσύνη, ο θηλασμός και η εμμηνόπαυση, καθώς και κατά τη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου.

Τα υψηλά επίπεδα οιστρογόνων, τα οποία παρατηρούνται συχνά σε άτομα με παχυσαρκία, σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο ορισμένων καρκίνων και άλλων χρόνιων ασθενειών. Αντίθετα, τα χαμηλά επίπεδα σε οιστρογόνα που συνήθως παρατηρούνται με τη γήρανση, την περιεμμηνόπαυση και την εμμηνόπαυση  μπορεί να επηρεάσουν το σωματικό βάρος και το σωματικό λίπος, αυξάνοντας και τον κίνδυνο χρόνιων παθήσεων.

Νευροπεπτίδιο Υ

Το νευροπεπτίδιο Y (NPY) είναι μια ορμόνη που παράγεται από τα κύτταρα του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος και διεγείρει την όρεξη ενώ μειώνει την κατανάλωση ενέργειας ως απόκριση στη νηστεία ή το στρες. Επειδή μπορεί να διεγείρει την πρόσληψη τροφής, το NPY σχετίζεται με την παχυσαρκία και την αύξηση βάρους. Η έκκρισή του ενεργοποιείται στον λιπώδη ιστό και μπορεί να αυξήσει την αποθήκευση λίπους και να οδηγήσει σε κοιλιακή παχυσαρκία και μεταβολικό σύνδρομο, μια κατάσταση που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο χρόνιων ασθενειών .Έρευνα έχει δείξει ότι οι μηχανισμοί του NPY που οδηγούν στην παχυσαρκία μπορεί επίσης να προκαλέσουν φλεγμονώδη απόκριση, επιδεινώνοντας περαιτέρω την υγεία.

Ινκρετίνες

Οι ινκρετίνες είναι ορμόνες που παράγονται στο γαστρεντερικό σωλήνα ως απόκριση στην πρόσληψη τροφής, ιδιαίτερα υδατανθράκων. Παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της έκκρισης ινσουλίνης από το πάγκρεας μετά τα γεύματα, βοηθώντας έτσι στον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Οι δύο κύριες ινκρετίνες είναι το γλυκαγονόμορφο πεπτίδιο (GLP-1) και το ινσουλινοτρόπο πεπτίδιο (GIP). Το GLP-1 εκκρίνεται από τα εντερικά κύτταρα L και έχει διάφορες λειτουργίες, όπως η έναρξη της απελευθέρωσης ινσουλίνης, η αναστολή της έκκρισης γλυκαγόνης, η επιβράδυνση της γαστρικής κένωσης και η προώθηση του κορεσμού. Το GIP, που εκκρίνεται από τα κύτταρα Κ του λεπτού εντέρου, διεγείρει επίσης την έκκριση ινσουλίνης ως απόκριση στην πρόσληψη θρεπτικών συστατικών.

Χολοκυστοκινίνη

Όπως το GLP-1, η χολοκυστοκινίνη (CCK) είναι μια ορμόνη για τον κορεσμό που παράγεται από τα κύτταρα του εντέρου μετά από ένα γεύμα. Είναι σημαντική για τηνπαραγωγή ενέργειας, τη σύνθεση πρωτεϊνών, την πέψη και άλλες σωματικές λειτουργίες. Αυξάνει επίσης την απελευθέρωση της λεπτίνης. Τα άτομα με παχυσαρκία μπορεί να έχουν μειωμένη ευαισθησία στις επιδράσεις της CCK, κάτι που μπορούν να οδηγήσει σε χρόνια υπερκατανάλωση τροφής. Με τη σειρά του, αυτό μπορεί να μειώσει περαιτέρω την ευαισθησία CCK, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.